- τηλεστερεοσκόπιο
- τοοπτικό όργανο για την παρατήρηση της ανάγλυφης μορφής αντικειμένου σε μεγάλη απόσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηλεστερεοσκόπιο — το, Ν τεχνολ. οπτικό όργανο που δίνει πολύ έντονα την εικόνα ενός μακρινού αντικειμένου και ανάγλυφη τη μορφή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telestereoscope < τηλ(ε) * + στερεοσκόπιο] … Dictionary of Greek
τηλεστερεοσκοπία — η, Ν [τηλεστερεοσκόπιο] παρατήρηση αντικειμένων με τηλεστερεοσκόπιο … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek